- καμμονίην
- καμμονίηsteadfastnessfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμμονίη — καμμονίη, ἡ (Α) (επικ. τ. αντί καταμονή) η επιμονή στη μάχη και η νίκη που προέρχεται από την επιμονή αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται είτε < *καταμονίη (< κατάμονος < καταμένω), με αιολ. αποκοπή … Dictionary of Greek